- διασυρμοῦ
- διασυρμόςdisparagementmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκκλητος — η, ο (AM ἔκκλητος, ον) ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού μσν. νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων 2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου… … Dictionary of Greek
περιύβριση — η, Ν 1. η ενέργεια τού περιυβρίζω 2. φρ. α) «περιύβριση αρχής και συμβόλων» η δημόσια εκδήλωση ονειδισμού, διασυρμού ή περιφρόνησης κρατικών, δημοτικών ή κοινοτικών αρχών και αναγνωρισμένων αρχηγών κομμάτων και η βλάβη ή παραμόρφωση συμβόλου… … Dictionary of Greek